- κητείου
- κήτειοςof sea monstersmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κητίνη — η χημ. το κύριο συστατικό τού κήτειου σπέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cetine < cet (πρβλ. κήτος) + ine (< λατ. inus)] … Dictionary of Greek